Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ραγοειδής χιτώνας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο ραγοειδής χιτώνας (uvea, από το λατ. uva, σταφύλι), γνωστός και σαν αγγειώδης χιτώνας λόγω της αγγειοβρίθειάς του, είναι το μεσαίο από τα τρία στρώματα από τα οποία αποτελείται το μάτι. Το λατινικό του όνομα προέρχεται από το σχεδόν μαύρο χρώμα του, τις ζάρες που βρίσκονται στην επιφάνειά του και το σχήμα του, που θυμίζει σταφύλι. Η χρήση του όρου στην ανατομία και την οφθαλμολογία είναι σχετικά πρόσφατη.

Ο ραγοειδής βρίσκεται ανάμεσα στον ινώδη χιτώνα (το εξωτερικό στρώμα του ματιού) και τον αμφιβληστροειδή (που βρίσκεται στο εσωτερικό, πίσω μέρος του ματιού). Χωρίζεται σε τρεις ή τέσσερις περιοχές, την ίριδα, το ακτινωτό σώμα, τον ακτινωτό κύκλο και τον χοριοειδή χιτώνα. Αυτή η διάκριση γίνεται με βάση τη δομή της κάθε περιοχής, όπως αυτή φαίνεται στο μικροσκόπιο, και χρησιμοποιείται κυρίως στην ανατομία. Σε κλινικές εφαρμογές χρησιμοποιούνται και οι όροι πρόσθιος ραγοειδής (ίριδα και ακτινωτό σώμα) και οπίσθιος ραγοειδής (χοριοειδής), καθώς οι παθήσεις του ραγοειδούς αρκετές φορές αφορούν το ένα από τα δυο αυτά τμήματα.

Σε γενικές γραμμές ο ραγοειδής αποτελείται από σκοτεινόχρωμο, χαλαρό ινώδη ιστό, πλούσιο σε αγγεία. Η χρωστική του παράγεται και αποθηκεύεται σε δενδριτικά μελανοκύτταρα, παρόμοια με αυτά που βρίσκονται στο δέρμα. Τα αγγεία διακλαδίζονται σε σχήματα που είναι χαρακτηριστικά για τον ραγοειδή. Ο χιτώνας περιλαμβάνει επίσης μεγάλα νεύρα, κλάδους των οπίσθιων ακτινοειδών νεύρων. Μπαίνουν στο μάτι γύρω από το οπτικό νεύρο και διατρέχουν τον ραγοειδή, φτάνοντας τελικά στο ακτιωντό σώμα και την ίριδα. Αυτό το τμήμα του ραγοειδούς περιλαμβάνει και ιστό λείου μυ, από τον οποίο κυρίως αποτελείται η ίριδα.

Σχέση με τους άλλους χιτώνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε γενικές γραμμές, η εξωτερική πλευρα του ραγοειδούς ακουμπά κατευθείαν πάνω στον σκληρό, αλλά στη ρίζα της ίριδας ο ραγοειδής μαζεύεται προς τον κεντρικό άξονα, κι έτσι η εξωτερική του επιφάνεια γίνεται η πρόσθια επιφάνεια της ίριδας, που έρχεται σε επαφή μόνο με το υδατοειδές υγρό.

Η εσωτερική πλευρά του οπίσθιου ραγοειδούς εφάπτεται με τη μεμβράνη του Bruch, που τη διαχωρίζει από τον αμφιβληστροειδή. Πέρα από την πριονωτή περιφέρεια, το τελικό όριο δηλαδή του αμφιβληστροειδούς, απουσιάζουν τόσο ο αμφιβληστροειδής όσο και η μεμβράνη, και η εσωτερική πλευρά του ραγοειδούς αποτελείται από ένα συνεχές επιθήλιο, που ανάλογα με το μέρος του ραγοειδούς χαρακτηρίζεται σαν επιθήλιο ακτινωτού κύκλου, ακτινωτό επιθήλιο και χρωστικό επιθήλιο της ίριδας.

Οι βασικές λειτουργίες του ραγοειδούς είναι:

  • Θρέψη και ανταλλαγή αερίων. Τα τριχοειδή του ραγοειδούς φροντίζουν για τις ανάγκες του μεταβολισμού του ακτινωτού σώματος και της ίριδας, και παρέχουν έμμεσα θρεπτικά συστατική στον εξωτερικό αμφιβληστροειδή, τον κερατοειδή και τον φακό, που δεν διαθέτουν δικά τους αγγεία.
  • Απορρόφηση φωτός. Ο ραγοειδής, καθώς έχει μαύρο χρώμα, βελτιώνει το κοντράστ της εικόνας στον αμφιβληστροειδή μειώνοντας την αντανάκλαση του φωτός μέσα στο μάτι (σε αναλογία με το μαύρο εσωτερικό μιας φωτογραφικής μηχανής).

Επιπλέον σπουδαίες λειτουργίες του ραγοειδούς είναι η έκκριση του υδατοειδούς υγρού από τις ακτινωτές αποφύσεις, ο έλεγχος του αντανακλαστικού της εστίασης μέσω του ακτινωτού σώματος, και η βελτιστοποίηση του φωτισμού του αμφιβληστροειδούς με τη συστολή και διαστολή της κόρης που ρυθμίζει την ποσότητα φωτός. Πολλές από αυτές της λειτουργίες ελέγχονται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα.

Η συστολή (μύση) και διαστολή (μυδρίαση) της κόρης, τμήματος του ραγοειδούς, είναι το πιο κλασικό και χειροπιαστό παράδειγμα της αλληλεπίδρασης νευρικού συστήματος και ερεθισμάτων στο ανθρώπινο σώμα. Η λειτουργία αυτή ρυθμίζεται μέσω της ισορροπίας ανάμεσα στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα που νευρώνει το διαστολέα της κόρης και το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, που νευρώνει το σφιγκτήρα της κόρης που δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους (η διαστολή της κόρης ελέγχεται από το συμπαθητικό, ενώ η συστολή από το παρασυμπαθητικό).

Η κόρη έχει αποτελέσει αντικείμενο επίσημων και ανεπίσημων φαρμακολογικών πειραμάτων εδώ και αιώνες, από τη στιγμή που είναι ορατή και το μέγεθός της μπορεί να μεταβληθεί κατά βούληση από φάρμακα, ακόμα και εκχυλίσματα βοτάνων, που εφαρμόζονται στον κερατοειδή. Ο φαρμακολογικός έλεγχος της συμπεριφοράς της κόρης συνεχίζει να είναι σημαντικό μέρος της θεραπείας μερικών ασθενειών του ματιού, όπως η ραγοειδίτιδα, το οξύ γλαύκωμα και το χρόνιο γλαύκωμα.

Η μεταβολικά ενεργή λειτουργία της έκκρισης του υδατοειδούς υγρού μπορεί επίσης να ελεγχθεί με φάρμακα, κάτι που είναι σημαντικό στη θεραπεία τόσο του οξέος όσο και του χρόνιου γλαυκώματος.

Ο φυσιολογικός ραγοειδής περιέχει άνοσοκύτταρα, συγκεκριμένα λεμφοκύτταρα, κι έτσι διαθέτει τα μέσα να αντιμετωπίσει μια φλεγμονή με την ανάπτυξη λεμφοκυτταρικών διηθημάτων. Μια σπάνια ασθένεια που λέγεται συμπαθητική οφθαλμία μπορεί να οφείλεται σε διασταυρούμενη αντίδραση μεταξύ των αντιγόνων του ραγοειδούς και του αμφιβληστροειδή· με λίγα λόγια, ο οργανισμός δεν μπορεί να τα ξεχωρίσει, και δίνει λανθασμένες εντολές για φλεγμονώδεις αντιδράσεις.

Συγγενείς ανωμαλίες του ραγοειδή ειναι τα κολοβώματα, η ανιριδία (απουσία ίριδας) και ο αλφισμός.

Η φλεγμονή του ραγοειδή ονομάζεται ραγοειδίτιδα. Ανάλογα με την εντόπισή της διακρίνεται σε α) ιρίτιδα (στην ίριδα), β) κυκλίτιδα (στο ακτινωτό σώμα), γ) ιριδοκυκλίτιδα (υπάρχει φλεγμονή και στην ίριδα και στο ακτινωτό σώμα) και δ) χορειοειδίτιδα (στο χορειοειδή χιτώνα)¨. Η ιρίτιδα, η κυκλίτιδα και η ιριδοκυκλίτιδα αποτελούν την πρόσθια ραγοειδίτιδα. Η συμπαθητική οφθαλμία είναι μια σπάνια αλλά σοβαρή ραγοειδίτιδα που εμφανίζεται μετά από τραύμα στο μάτι και οφείλεται στη διήθηση του ραγοειδούς από ανοσοκύτταρα.

Το μελάνωμα χοριοειδούς είναι ο συχνότερος όγκος του ματιού στους ενήλικες.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]